método | |
el. | βάση εξυπηρέτησης με προτεραιότητα άφιξης |
environ. | μέθοδος |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
reclutamiento | |
fish.farm. | ανανέωση του πληθυσμού; νεαρά ψάρια που εισέρχονται στο απόθεμα |
personal | |
econ. | προσωπικό |
lab.law. | εργαζόμενος |
law lab.law. | αριθμός προσωπικού; εργατικό δυναμικό |
| |||
βάση εξυπηρέτησης με προτεραιότητα άφιξης | |||
μέθοδος f | |||
| |||
μέθοδοι |
método de : 464 phrases in 38 subjects |