método | |
el. | βάση εξυπηρέτησης με προτεραιότητα άφιξης |
environ. | μέθοδος |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
descuento | |
account. | διαφορά υπό το άρτιο |
agric. wood. | Αναγωγή |
comp., MS | έκπτωση |
econ. | προεξόφληση |
fin. | ζημία συναλλάγματος; προκαταβολική παρακράτηση |
| |||
βάση εξυπηρέτησης με προτεραιότητα άφιξης | |||
μέθοδος f | |||
| |||
μέθοδοι |
método de : 464 phrases in 38 subjects |