método | |
el. | βάση εξυπηρέτησης με προτεραιότητα άφιξης |
environ. | μέθοδος |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
captura | |
comp., MS | παγίδευση |
earth.sc. | ενσωμάτωση; σύλληψη |
environ. | διαστασιοδότηση; κολλάρισμα |
transp. | δέσμευση άξονα γυροσκοπίου |
retención | |
econ. | παρακράτηση στην πηγή |
| |||
βάση εξυπηρέτησης με προτεραιότητα άφιξης | |||
μέθοδος f | |||
| |||
μέθοδοι |
método de captura : 1 phrase in 1 subject |
Social science | 1 |