método | |
el. | βάση εξυπηρέτησης με προτεραιότητα άφιξης |
environ. | μέθοδος |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
acceso básico | |
gen. | βασική πρόσβαση στο ISDN; βασική πρόσβαση,βασική προσπέλαση |
commun. | πρόσβαση βασικού ρυθμού; βασική πρόσβαση; βασική προσπέλαση |
| |||
βάση εξυπηρέτησης με προτεραιότητα άφιξης | |||
μέθοδος | |||
| |||
μέθοδοι |
método de acceso básico : 1 phrase in 1 subject |
Information technology | 1 |