DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
máquina f
environ. κινητήρας
mech.eng. ανυψωτικός μηχανισμός ανελκυστήρα
máquina v
econ. μηχάνημα
environ. μηχανήματα; μηχανισμός; μηχανολογικός εξοπλισμός; μηχανήματα/μηχανολογικός εξοπλισμός/μηχανισμός
mech.eng. μηχανή; βαρούλκο
social.sc. γκανάκι
máquina para moldear elementos prefabricados de cemento y
: 1 phrase in 1 subject
Construction1