DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
máquina f
environ. κινητήρας
mech.eng. ανυψωτικός μηχανισμός ανελκυστήρα
máquina v
econ. μηχάνημα
environ. μηχανήματα; μηχανισμός; μηχανολογικός εξοπλισμός; μηχανήματα/μηχανολογικός εξοπλισμός/μηχανισμός
mech.eng. μηχανή; βαρούλκο
social.sc. γκανάκι
máquina para la
: 112 phrases in 14 subjects
Agriculture30
Coal1
Communications4
Construction1
General4
Industry47
Information technology1
Labor law1
Mechanic engineering9
Metallurgy8
Municipal planning2
Natural sciences1
Technology1
Transport2