DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
loto m
nat.res. νελούμβιον το κομψόν (Nelumbo nucifera)
nat.sc., agric. αγριοτρίφυλλο m; λωτός ο κερασφόρος; λωτός ο κερατιοφόρος
loto
: 10 phrases in 2 subjects
Agriculture1
Natural sciences9