DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
licencia f
forestr. επιτρέπω; δίνω άδεια
law έγκριση
licencia v
environ. χορήγηση αδείας; άδεια έγγραφο
law παροχή άδειας; άδεια εκμετάλλευσης
nucl.phys. άδεια
transp., avia. καταχώρηση άδειας
licenciado v
law, ed. απόφοιτος Πανεπιστημίου; απόφοιτος ανώτατης σχολής
licencias v
account. άδειες κατοχής ή χρήσης
licencia de marca
: 2 phrases in 2 subjects
Law1
Patents1