Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Greek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
lesión
|
colateral
colateral
gen.
συγγενής πλάγιας γραμμής
;
πλάγιος
;
προσκείμενος
fin.
ασφάλεια
;
μέσον εξασφαλιστικό των απαιτήσεων
;
πρόσθετη ασφάλεια
- only individual words found
Get short URL
|
Language Selection Tips