DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
leño m
agric. αποφλοιωμένο ξύλο; ξύλο παραγωγής βυρσοδεψικής ταννίνης
forestr. κορμοτεμάχια ξύλου; κορμοτεμάχιο
leño
: 7 phrases in 6 subjects
Agriculture1
Forestry2
Industry1
Life sciences1
Natural sciences1
Technology1