DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | noun | adjective | to phrases
lavadores m
environ. διαχωριστής
lavadora f
industr., construct., chem. Πλυντήριο-ξηραντήριο
lavadora adj.
agric. εκχυλιστής μικελλών; μηχανή πλύσης; μηχανή πλύσης αγροκτήματος; αφαίρεση φωσφορολιπιδίων με πλύση
industr., construct. πλυντήριο
lavador adj.
agric. συσκευή για το πλύσιμο-αφαίρεση των πετρών
industr. πλυντρίδα
lavadora de
: 5 phrases in 4 subjects
Agriculture1
Chemistry1
Environment1
Metallurgy2