DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
lastrado n
construct. διάστρωση λιθοσυντριμμάτων; διάστρωση σκύρων
lastrado v
construct. διάστρωση ψηφίδων
transp., nautic., fish.farm. ερματισμός; σαβούρωμακν.
lastre v
earth.sc., transp. ερματισμός
el. σαβούρα
industr., construct. μολύβι; πλίνθωμα
med. υλικό που αυξάνει τον όγκο του εντερικού περεχομένου και ακολούθως διεγείρει τις περισταλτικές κινήσεις
transp., avia. έρμα αερόστατου
transp., nautic., fish.farm. έρμα; σαβούρακν.
lastrar v
agric. ερματίζω; σαβουρώνωκν.; τοποθετώ έρμα
lastra v
earth.sc., transp. ερματισμός
lastrado
: 37 phrases in 9 subjects
Agriculture4
Electronics2
Environment3
Finances1
Health care1
Industry5
Mechanic engineering1
Natural sciences1
Transport19