DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | adjective | to phrases
larguero n
transp., avia. διαμήκης δοκός
larguero adj.
construct. ζευκτηρία δοκός; βοηθητικός στρωτήρας
industr., construct. ορθοστάτης πλαισίου
transp. κάθετη δοκίδα πλευρικού σκελετού; οριζόντια δοκίδα πλευρικού σκελετού; διαμήκης δοκίδα; ενίσχυση; ενισχυτικό δομικό στοιχείο; λογκαρίνα γραμμής; μηκίδα γραμμής
transp., avia. επιμήκης δοκός
larguero
: 45 phrases in 4 subjects
Construction2
Industry5
Mechanic engineering4
Transport34