labor | |
agric. | καλλιεργητικός τρόπος; μέθοδος καλλιέργειας; σπόρος; άροσις; άροση; όργωμα |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
desfonde | |
agric. | διπλοσκάψιμο |
| |||
καλλιεργητικός τρόπος; μέθοδος καλλιέργειας; σπόρος; άροσις; άροση; όργωμα; αυγό μεταξοσκώληκα | |||
μέτωπο |
labor de : 22 phrases in 4 subjects |
Agriculture | 17 |
Industry | 1 |
Politics | 1 |
Transport | 3 |