labor | |
agric. | καλλιεργητικός τρόπος; μέθοδος καλλιέργειας; σπόρος; άροσις; άροση; όργωμα |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
alza | |
agric. | καπάκι καλουπιών πήξης τυριών; μελιτοθάλαμος |
| |||
καλλιεργητικός τρόπος; μέθοδος καλλιέργειας; σπόρος; άροσις; άροση; όργωμα; αυγό μεταξοσκώληκα | |||
μέτωπο |
labor de alza : 1 phrase in 1 subject |
Agriculture | 1 |