DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
línea eléctrica
gen. ηλεκτρική γραμμή
met. αγωγός ηλεκτρικών καλωδιώσεων; ηλεκτρική διοχέτευση
líneas eléctricas
environ. ηλεκτρική γραμμή; ηλεκτρική γραμμή μεταφοράς ισχύος
línea eléctrica
: 33 phrases in 7 subjects
Earth sciences2
Electronics14
Industry1
Mechanic engineering5
Municipal planning3
Statistics1
Transport7