| |||
ηλεκτρική γραμμή | |||
αγωγός ηλεκτρικών καλωδιώσεων; ηλεκτρική διοχέτευση | |||
| |||
ηλεκτρική γραμμή; ηλεκτρική γραμμή μεταφοράς ισχύος |
línea eléctrica : 33 phrases in 7 subjects |
Earth sciences | 2 |
Electronics | 14 |
Industry | 1 |
Mechanic engineering | 5 |
Municipal planning | 3 |
Statistics | 1 |
Transport | 7 |