LIMITE | |
polit. | εσωτερικής χρήσης |
límite | |
busin. labor.org. account. | όριο |
comp., MS | όριο |
el. | απόδοση; απόδοση παραγωγής; ποσοστό χρησιμοποιήσημων διατάξεων |
fin. | ανώτατο όριο |
law | προσδιορισμός ανώτατου ορίου |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
rotura | |
transp. | άρμωση |
| |||
όριο | |||
απόδοση; απόδοση παραγωγής; ποσοστό χρησιμοποιήσημων διατάξεων | |||
ανώτατο όριο | |||
προσδιορισμός ανώτατου ορίου | |||
σύνορο | |||
| |||
εσωτερικής χρήσης | |||
| |||
όριο εκφρασμένο με αριθμούς | |||
Spanish thesaurus | |||
| |||
"LIMITE" |
límite de : 244 phrases in 36 subjects |