DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

verb | adjective | to phrases
límite v
comp., MS όριο
el. απόδοση; απόδοση παραγωγής; ποσοστό χρησιμοποιήσημων διατάξεων
fin. ανώτατο όριο
law προσδιορισμός ανώτατου ορίου
law, insur., el. σύνορο
LIMITE v
polit. εσωτερικής χρήσης
límite cuantitativo v
busin., labor.org., account. όριο εκφρασμένο με αριθμούς
 Spanish thesaurus
LIMITE abbr.
abbr., polit. "LIMITE"
límite de fatiga con
: 1 phrase in 1 subject
Transport1