DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
jaspeado n
industr., construct. μαρμάρωμα
tech., industr., construct. αποχρωματισμός
jaspeado v
agric. μαρμαροειδής
chem. φλέβες; χρωματισμός με νερά σαν μάρμαρο
industr., construct. μαρμαροειδής απομίμηση; μαρμάρωση
met. διάστιξη; ιασπισμός; νερά
tech., industr., construct. κηλίδωση
jaspear v
chem. φτιάχνω νερά; χρωματίζω τις κόψεις βιβλίου σαν μάρμαρο; χρωματίζω σαν μάρμαρο
jaspeado
: 24 phrases in 8 subjects
Chemistry2
Communications4
Industry5
Life sciences2
Natural resourses and wildlife conservation1
Natural sciences1
Technology3
Textile industry6