interruptor | |
gen. | διάταξη μανταλώσεως |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
control | |
gen. | συστηματική παρακολούθηση,συνεχής παρακολούθηση; συνεχής παρατήρηση,συνεχής επαγρύπνιση,συνεχής παρακολούθηση |
comp., MS | δείκτης κύλισης |
law | διαδικασία ελέγχου με κτύπημα κάρτας |
| |||
διάταξη μανταλώσεως | |||
διακόπτης εντός-εκτός; διακόπτης; μαχαιρωτός διακόπτης; διακόπτης απομόνωσης |
interruptor de : 52 phrases in 7 subjects |
Chemistry | 1 |
Coal | 1 |
Earth sciences | 12 |
Electronics | 19 |
Energy industry | 1 |
Mechanic engineering | 9 |
Transport | 9 |