DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
intermediario adj.
fin. όργανα μεταβίβασης; χρηματομεσίτης; διαπραγματευτής συναλλάγματος με τους πελάτες
lab.law. εμπορευματιστής
law μεσολαβούν πρόσωπο
market. μεσάζων; ενδιάμεσος
intermediaria
: 57 phrases in 13 subjects
Commerce1
Communications4
Economy1
Finances26
General3
Information technology4
Insurance2
Law2
Life sciences1
Mechanic engineering8
Medical3
Transport1
Work flow1