DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
instrumentos m
commun. εργαλεία επιχρύσωσης
crim.law. μέσο για τη διάπραξη εγκλήματος' όργανο του εγκλήματος
instrumento v
law νομική πράξη
nat.sc., earth.sc., mech.eng. εργαλείο
transp., avia. ενδεικτικό όργανο αεροσκάφους
instrumentar v
comp., MS τοποθετώ όργανα μέτρησης
IT, tech. σύστημα οργάνων
transp. εξοπλίζω δι'οργάνων
instrumento del mercado de
: 1 phrase in 1 subject
Finances1