instrucción | |
comp., MS | πρόταση |
fin. IT | οδηγία |
law | αποδεικτική διαδικασία; ανάκριση; απόδειξη; ανακριτική πράξη |
law crim.law. | δικαστική έρευνα |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
uso | |
social.sc. | έθιμο; πρακτική |
restringido | |
gen. | μόνον για υπηρεσιακή χρήση |
instrucción de uso : 1 phrase in 1 subject |
Chemistry | 1 |