DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
inspección | para
 para
med. προς
 parar
transp. εξελέγχω; ελέγχω
 parir
fin. γεννώ
life.sc. anim.husb. σε προχωρημένη εγκυμοσύνη
 paro
econ. ανεργία
law gen. παύση
| aceptación
 aceptación
fin. αποδοχή
- only individual words found