Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Greek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
inspección
|
en
en
IT dat.proc.
εν
|
rampa
rampa
agric.
θυρίδα καθόδου του σπόρου
construct.
σανίδωμα
;
ράμπα σκαλωσιάς
construct. mun.plan.
κεκλιμένο επίπεδο
;
ράμπα
;
ράμπα πρόσβασης
el.
διάκλιση
law transp. construct.
ανωφέρεια
- only individual words found
Get short URL
|
Language Selection Tips