Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Greek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
inspección
|
de
dé
earth.sc.
ηλεκτρόδιο σχήματος D
|
la
Ello
med.
αυτό
;
εκείνο
|
explotación
explotación
agric. fish.farm.
μovάδα υδατoκαλλιέργειας
;
υδατοκαλλιεργητική εκμετάλλευση
el.
λειτουργία
forestr.
συγκομιδή ξύλου
;
υλοτομία
law
εκμετάλλευση
- only individual words found
Get short URL
|
Language Selection Tips