DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
injerto m
forestr. μόσχευμα; ενοφθαλμισμός
nat.sc., agric. εμβολιασμός πάνω σε παλιό ξύλο
injerto v
agric. εμβόλιο; εμβολιομόσχευμα; μεταμόσχευση
nat.res., agric. εμβολιαζόμενο στοιχείο; εμβολιασμός
injertado v
agric. εμβολιασμός; μεταμόσχευση
injerto humeroscapular
: 1 phrase in 1 subject
Medical1