DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
iniciación del | corte
 cortar
comp., MS αποκοπή
industr. construct. σχηματίζω γενειάδα
 corte
anim.husb. food.ind. τεμάχιο
forestr. τομή; εντομή πριονιού
industr. construct. κοπή; επάνω μέρος υποδήματος; τσίμπημα; αποκοπή
- only individual words found