indicativo | |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
acceso | |
commun. transp. | προσέγγιση |
comp., MS | πρόσβαση |
med. | κρίση; παροξυσμός; προσβολή |
transp. mil., grnd.forc. construct. | ακτινική οδός |
| |||
κωδικός δρομολόγησης | |||
| |||
χαρακτηριστικός αριθμός | |||
κωδικός σήματος αναγνώρισης |
indicativo de acceso : 1 phrase in 1 subject |
Communications | 1 |