DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | noun | to phrases
indemnizaciones m
environ. χρηματική αποζημίωση; εγγύηση αποζημίωσης
law, environ. χρηματική αποζημίωση/εγγύηση αποζημίωσης
indemnización m
gen. αποζημίωση για βλάβες; αποζημίωση για εργατικά ατυχήματα; αποζημίωση για επαγγελματικές ασθένειες
econ. αποκατάσταση της ζημίας
fin. αποζημιώσεις
insur., PR επιχορήγηση; επίδομα
law καταβολή αποζημίωσης; αποζημίωση
law, econ., lab.law. αντέγγραφο
indemnizaciones seguro no vida m
account. απαιτήσεις ασφάλειες εκτός των ασφαλειών ζωή
 Spanish thesaurus
indemnización f
law Una obligación de proporcionar compensación generalmente en dinero por una pérdida, lesión o daño
indemnizaciones
: 282 phrases in 23 subjects
Accounting2
Agriculture14
Commerce1
Communications1
Economy16
Environment11
Finances44
General23
Government, administration and public services7
Health care1
Information technology2
Insurance33
Labor law15
Law76
Medical1
Obsolete / dated2
Politics4
Procedural law3
Social science8
Statistics4
Trade unions4
Transport9
United Nations1