| |||
χρηματική αποζημίωση; εγγύηση αποζημίωσης | |||
χρηματική αποζημίωση/εγγύηση αποζημίωσης | |||
| |||
αποζημίωση για βλάβες; αποζημίωση για εργατικά ατυχήματα; αποζημίωση για επαγγελματικές ασθένειες | |||
αποκατάσταση της ζημίας | |||
αποζημιώσεις | |||
επιχορήγηση; επίδομα | |||
καταβολή αποζημίωσης; αποζημίωση | |||
αντέγγραφο | |||
| |||
απαιτήσεις ασφάλειες εκτός των ασφαλειών ζωή | |||
Spanish thesaurus | |||
| |||
Una obligación de proporcionar compensación generalmente en dinero por una pérdida, lesión o daño |
indemnizaciones : 282 phrases in 23 subjects |