DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
incumplimiento m
el. μη παρατήρηση
fin. αδυναμία εκπλήρωσης υποχρεώσεων
insur. αδυναμία προς ενέργεια
law παράβαση; παραβίαση; υπερημερία; μη εκπλήρωση της αναληφθείσης υποχρεώσεως; μη προσήκουσα εκπλήρωση της αναληφθείσης υποχρεώσεως; παράβαση ενός νόμου; αθέτηση συμβατικών υποχρεώσεων; μη τήρηση συμβατικών όρων; μη εκπλήρωση
law, fin. αθέτηση υποχρέωσης
math. μη συμμόρφωση; μη-εμμονή
 Spanish thesaurus
incumplimiento m
law Violación o quebrantamiento de una ley, derecho, obligación o deber al actuar o dejar de actuar; El acto de no obedecer una orden hecha por el tribunal
incumplimiento
: 48 phrases in 11 subjects
Economy3
Electronics1
Environment2
Finances8
General6
Government, administration and public services1
Labor law1
Law23
Materials science1
Pharmacy and pharmacology1
Politics1