imposición a tanto alzado | |
fin. | κατ'αποκοπή φορολόγηση |
law fin. | κατ'αποκοπή δασμολόγηση; κατ'αποκοπή φορολογία |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
Ello | |
med. | αυτό; εκείνο |
| |||
κατ'αποκοπή φορολόγηση | |||
κατ'αποκοπή δασμολόγηση; κατ'αποκοπή φορολογία | |||
αποκοπή φορολόγησης; επιβολή κατ'αποκοπή δασμού |
imposición a tanto alzado : 3 phrases in 1 subject |
Finances | 3 |