DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
horca f
forestr. κλειστή διχάλωση; διχάλα
horca v
agric. δίκρανο; δίκρανο ανύψωσης δεματίου; δικράνι για σκάλισμα
horca
: 17 phrases in 4 subjects
Agriculture6
Earth sciences1
Mechanic engineering8
Transport2