DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
hilo
 hilado
agric. industr. κλώση
industr. construct. νηματοποιημένος
industr. construct. chem. νήμα κλωσμένο
 hilo
agric. industr. construct. ίνα ξύλου; ίνα του ξύλου; ίς ξύλου; ξυλώδης ίνα
el. αγωγός
industr. construct. met. λεπτή κλωστή
 hilos
el. καλωδίωση
| de
 dé
earth.sc. ηλεκτρόδιο σχήματος D
| lámina
 lámina
mater.sc. industr. construct. καλανδραρισμένο φύλλο
| desfibrada
 desfibrado
forestr. μηχανική πολτοποίηση
- only individual words found

noun | verb | to phrases
hilo m
agric., industr., construct. ίνα ξύλου; ίνα του ξύλου; ίς ξύλου
el. αγωγός m
industr., construct., met. λεπτή κλωστή
hilos m
el. καλωδίωση
industr., construct., met. σχοινία f
hilo v
agric. μάτι της ρώγας; ουλή του στύλου της ραγός; οφθαλμός της ραγός
agric., industr., construct. ξυλώδης ίνα
el. ακροδέκτης; σύρμα
industr., construct. περνώ; τροφοδοτώ; κλωστή,νήμα
industr., construct., met. λεπτό νήμα; γρατσουνιά σε γυαλισμένο υαλοπίνακα
hilado v
agric., industr. κλώση
industr., construct. νηματοποιημένος
industr., construct., chem. νήμα κλωσμένο
tech., industr., construct. κλωσμένο νήμα; χοντρό σχοινί
hila v
industr., construct. οι κυρίως ίνες του βαμβακόσπορου
med. επίδεσμος Charpie; μεταξωτός ιστός
hilas v
med. μεταξωτός ιστός
hilo de
: 175 phrases in 18 subjects
Agriculture6
Chemistry2
Communications13
Earth sciences4
Electronics18
Environment1
Fish farming pisciculture4
General1
Industry64
Information technology8
Life sciences1
Materials science2
Mechanic engineering4
Metallurgy2
Natural sciences2
Technology33
Textile industry1
Transport9