|
|
agric., industr., construct. |
ίνα ξύλου; ίνα του ξύλου; ίς ξύλου |
el. |
αγωγός |
industr., construct., met. |
λεπτή κλωστή |
|
|
el. |
καλωδίωση |
industr., construct., met. |
σχοινία |
|
|
agric. |
μάτι της ρώγας; ουλή του στύλου της ραγός; οφθαλμός της ραγός |
agric., industr., construct. |
ξυλώδης ίνα |
el. |
ακροδέκτης; σύρμα |
industr., construct. |
περνώ; τροφοδοτώ; κλωστή,νήμα |
industr., construct., met. |
λεπτό νήμα; γρατσουνιά σε γυαλισμένο υαλοπίνακα |
|
|
agric., industr. |
κλώση |
industr., construct. |
νηματοποιημένος |
industr., construct., chem. |
νήμα κλωσμένο |
tech., industr., construct. |
κλωσμένο νήμα; χοντρό σχοινί |
|
|
industr., construct. |
οι κυρίως ίνες του βαμβακόσπορου |
med. |
επίδεσμος Charpie; μεταξωτός ιστός |
|
|
med. |
μεταξωτός ιστός |