DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
hilo m
agric., industr., construct. ίνα ξύλου; ίνα του ξύλου; ίς ξύλου
el. αγωγός
industr., construct., met. λεπτή κλωστή
hilos m
el. καλωδίωση
industr., construct., met. σχοινία
hilo v
agric. μάτι της ρώγας; ουλή του στύλου της ραγός; οφθαλμός της ραγός
agric., industr., construct. ξυλώδης ίνα
el. ακροδέκτης; σύρμα
industr., construct. περνώ; τροφοδοτώ; κλωστή,νήμα
industr., construct., met. λεπτό νήμα; γρατσουνιά σε γυαλισμένο υαλοπίνακα
hilado v
agric., industr. κλώση
industr., construct. νηματοποιημένος
industr., construct., chem. νήμα κλωσμένο
tech., industr., construct. κλωσμένο νήμα; χοντρό σχοινί
hila v
industr., construct. οι κυρίως ίνες του βαμβακόσπορου
med. επίδεσμος Charpie; μεταξωτός ιστός
hilas v
med. μεταξωτός ιστός
hilo
: 981 phrases in 27 subjects
Agriculture15
Chemistry29
Coal6
Communications65
Earth sciences21
Electronics82
Environment2
Finances1
Fish farming pisciculture12
General6
Hobbies and pastimes4
Immigration and citizenship1
Industry472
Information technology42
Life sciences9
Materials science5
Mechanic engineering19
Medical12
Metallurgy20
Microsoft1
Municipal planning1
Natural sciences2
Statistics1
Taxes1
Technology92
Textile industry25
Transport35