DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
grieta f
econ., commun., agric. οπή διαρροής
forestr. ραγάδα; ρωγμή ξύλου
life.sc. ρωγμή 2.ρήγμα
met. ρηγμάτωση
transp. αφαίρεση επικάλυψης
grietas f
forestr. αυξητική ρωγμή
grieta v
agric. ρωγμές
chem. σκάσιμο
earth.sc. διαχωριστικό ρήγμα
econ., commun., agric. οπή εισροής
industr., construct. αγανίλα; ρωγμή
industr., construct., mech.eng. θραύση μικρής έκτασης
industr., construct., met. ράγισμα άκρου; ρωγμή άκρου
transp. σχισμή; ξήλωμα ελάσματος
grieta de
: 18 phrases in 8 subjects
Chemistry1
Earth sciences2
Forestry2
Industry3
Life sciences4
Materials science1
Metallurgy4
Technology1