DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
grieta f
econ., commun., agric. οπή διαρροής
forestr. ραγάδα; ρωγμή ξύλου
life.sc. ρωγμή 2.ρήγμα
met. ρηγμάτωση
transp. αφαίρεση επικάλυψης
grietas f
forestr. αυξητική ρωγμή
grieta v
agric. ρωγμές
chem. σκάσιμο
earth.sc. διαχωριστικό ρήγμα
econ., commun., agric. οπή εισροής
industr., construct. αγανίλα; ρωγμή
industr., construct., mech.eng. θραύση μικρής έκτασης
industr., construct., met. ράγισμα άκρου; ρωγμή άκρου
transp. σχισμή; ξήλωμα ελάσματος
grieta
: 125 phrases in 14 subjects
Agriculture1
Chemistry2
Construction3
Earth sciences5
Forestry3
Industry22
Information technology1
Life sciences5
Materials science4
Medical1
Metallurgy66
Nuclear and fusion power1
Technology2
Transport9