DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

verb | noun | to phrases
grada v
agric. βωλοκόπος; σβάρνα
construct. βαθμίδα κλίμακας
transp. σχάρα; νεωλκός; στήριγγες καθέλκυσης; σχάρα καθέλκυσης
transp., construct. κεκλιμένο επίπεδο καθελκύσεως; ράμπα καθελκύσεως
grado v
IT πολλαπλότητα
math. βαθμός
stat., econ., scient. βαθμίδα
 Spanish thesaurus
grado m
law Alcance de una acción o cargo
grado rechazo en modo
: 2 phrases in 1 subject
Communications2