gasoducto | |
econ. | αεριαγωγός |
el. | διασύνδεση διακίνησης αερίου |
energ.ind. | σύστημα σωλήνων μεταφοράς αερίου; αγωγός μεταφοράς φυσικού αερίου |
de tránsito | |
commun. | διαμετακόμιση |
| |||
αεριαγωγός | |||
διασύνδεση διακίνησης αερίου | |||
σύστημα σωλήνων μεταφοράς αερίου; αγωγός μεταφοράς φυσικού αερίου | |||
αγωγός |
gasoducto : 13 phrases in 4 subjects |
Chemistry | 1 |
Earth sciences | 2 |
Energy industry | 9 |
General | 1 |