DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
fundente m
chem. συλλίπασμα; τακερό
met. ουσία που διευκολύνει τη συγκόλληση; κράση με σύντηκτο
met., el. υλικό καθαρισμού
tech., met. ρευστοποιητής
fundentes m
met., el. πρόσθετα υλικά
fundente
: 13 phrases in 5 subjects
Chemistry2
Industry1
Information technology2
Metallurgy7
Transport1