DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
fuerza f
earth.sc. ισχύς
law παράνομος βία; εύρος; άσκηση πίεσης; αναγκασμός; εξαναγκασμός
nat.sc. δύναμη
phys.sc. μηχανική δύναμη
forzar v
gen. εφαρμόζω τάσεις; στρεσάρω; υποβάλλω σε πίεση
fuerza operativa conjunta
: 3 phrases in 1 subject
General3