DictionaryForumContacts

   Spanish Greek
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
foso m
mech.eng. πυθμένας πηγαδιού
fosa v
commun., industr., construct. αυλάκι; βαθύς πυθμένας; τάφρος
earth.sc., geogr. φαράγγι βυθού
transp. χώρος προσάραξης
foso v
construct. τάφρος στο πόδι του πρανούς
mech.eng. πυθμένας φρεατίου
transp., construct. σιδηροδρομική γραμμή εργοταξίου
foso de
: 15 phrases in 5 subjects
Agriculture5
Materials science1
Mechanic engineering3
Metallurgy3
Transport3