DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
flujo m
gen. ροή/παροχή υγρού
agric. εξίδρωσις,εκροή,έκχυσις,εφίδρωσις
environ. ροή; παροχή υγρού; πλημμυρίδα; ανερχόμενη πλημμυρίδα
met. κράση με σύντηκτο; ευτηκτικό m
transp. κατευθυνόμενον ρεύμα
flujo de cortocircuito de
: 1 phrase in 1 subject
Electronics1