DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
to phrases
filiales adj.
account. θυγατρικές
filial adj.
econ. θυγατρική εταιρεία; ελεγχόμενη εταιρεία; εξαρτημένη εταιρεία
fin., econ. θυγατρική; θυγατρική επιχείρηση
fin., industr. συνδεόμενος
filiales
: 42 phrases in 10 subjects
Animal husbandry2
Business3
Economy12
Environment1
Finances8
General2
Law9
Marketing2
Medical2
Patents1