DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

to phrases
fijación m
gen. προσθήκη
earth.sc., mech.eng. έδραση,στήριξη
el. συγκράτηση ενός σημείου μιας κυματομορφής σε μια αυθαίρετη στάθμη
industr. υπερθέρμανση βουλκανισμένου ελαστικού; επιφανειακό κάψιμο; καψάλισμα; τοπικό ψήσιμο
industr., construct. φιξάρισμα
industr., construct., chem. στερέωσις
life.sc., agric. Σταθεροποίηση
mech.eng. διάταξη στερέωσης του κατεργαζόμενου κομματιού
med. καθήλωση; στερέωση; προσήλωση
med., life.sc. μονιμοποίηση
transp., avia. ασφάλιση
fijación de los precios
: 1 phrase in 1 subject
Commerce1