extranjero | |
econ. | αλλοδαπός |
documento | |
econ. | τεκμήριο |
environ. | έγγραφο; τίτλος |
IT dat.proc. | δομημένη περίπτωση εγγράφου |
law | δικόγραφο; αποδεικτικό έγγραφο; νομική πράξη |
pharma. | έγγραφο θέσης |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
identidad | |
comp., MS | ταυτότητα |
| |||
αλλοδαπός | |||
υπήκοος τρίτης χώρας |
extranjero sin documento : 2 phrases in 1 subject |
Law | 2 |