Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Spanish
⇄
Greek
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
exposición al
|
riesgo
riesgo
forestr.
ρίσκο
math.
κίνδυνος
;
μέση απώλεια
;
αναμενόμενη απώλεια
stat.
δεσμευμένος βαθμός αποτυχίας
stat. scient.
διακινδύνευση
transp. avia.
κίνδυνος ασφαλείας
- only individual words found
Get short URL
|
Language Selection Tips