explotación | |
agric. fish.farm. | μovάδα υδατoκαλλιέργειας; υδατοκαλλιεργητική εκμετάλλευση |
el. | λειτουργία |
forestr. | συγκομιδή ξύλου; υλοτομία |
law | εκμετάλλευση |
dé | |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
mina | |
environ. | ορυχείο; μεταλλείο; νάρκη |
aire libre | |
commun. | ελεύθερο ηχητικό πεδίο |
| |||
μovάδα υδατoκαλλιέργειας; υδατοκαλλιεργητική εκμετάλλευση | |||
λειτουργία | |||
συγκομιδή ξύλου; υλοτομία | |||
εκμετάλλευση | |||
υπηρεσία εκμετάλλευσης |
explotación de : 54 phrases in 19 subjects |