DictionaryForumContacts

   Spanish
Google | Forvo | +
- only individual words found

noun | verb | to phrases
estampado n
commun. γκοφράρισμα; σχηματογράφημα
estampado v
chem. διαμόρφωση στην πρέσα; εκτύπωση
commun. γκοφραρισμένος με σίδερο; σχηματοτύπωμα
el. ανάγλυφη αποτύπωση
industr., construct. ανάγλυφη κατεργασία; τόρευση
industr., construct., met. ζαρωμένη επιφάνεια
met. εκτύπωση με καλούπι; σταμπάρισμα; ανισόπαχη διαμορφωτική τύπωση
estampar v
commun. αποτυπώνω; εντυπώνω; κάνω ανάγλυφο; τυπώνω; γκοφράρω; σχηματογραφώ; σχηματοτυπώνω
industr., construct. αποτυπώνω σε ανάγλυφο
estampa v
commun. διακόσμηση,βινιέτα στοιχειοχύτη
cultur. έντυπη εικόνα; γραβούρα
industr., construct., chem. εσωτερική κοιλότης καλουπιού
met. καλούπι; στάμπα
nat.sc., agric. διάπλαση
estampado a
: 4 phrases in 2 subjects
Chemistry3
Communications1